-
1 γεράκι
[гераки] ουσ. о. сокол,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γεράκι
-
2 сокол
-
3 сокол
-а α.γεράκι. || μτφ. αεροπόρος. || άντρας γενναίος, παλικάρι.εκφρ.гол как сокол – πάμφτωχος, θεόφτωχος•смотреть -ом – κοιτάζω σαν το γεράκι. -
4 сокол
зоол. о ιέραξ, разг. το γεράκι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сокол
-
5 ястреб
зоол. о ιέραξ, разг. το γεράκι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ястреб
-
6 сокол
соколм τό γεράκι, ὁ ίέραξ. -
7 ястреб
ястребм τό γεράκι, ὁ ίέραξ. -
8 сокол
[σόκαλ] ουσ. α. γεράκι -
9 ястреб
[γιάστριπ] ουσ. α γεράκι -
10 сокол
[σόκαλ] ουσ α γεράκι -
11 ястреб
[γιάστριπ] ουσ α γεράκι -
12 голубятник
-а α.1. περιστερόφιλος, περιστεροτρόφος.2. περιστεροφάγος (γεράκι).3. βλ. голубятня. -
13 гусятник
-а α.1. χτινοκοτέτσι.2. μεγάλο γεράκι. -
14 коршун
-а α.κίρκος, κιρκινέζι.εκφρ.-ом налететь бросить(ся), – ορμώ (επιπίπτω) σαν το γεράκι. -
15 курятник
-а α.κοτέτσι, ορνιθώνας. || (για ζώο, πτηνό)• εχθρός των κοτών•ястреб— γεράκι κοτοφάγο.
-
16 словно
σύνδ. μόριο• όπως (ακριβώς), σαν, ως, σα(ν) να, λες και... словно ничего не было σα να μη συνέβηκε τίποτε•словно чудом ως εκ θαύματος•
он бросился на него словно хищная птица αυτός ρίχτηκε απάνω του σαν το γεράκι•
он -маленький αυτός κάνει σαν μικρό παιδί.
-
17 соколий
-ья, -ьеεπ.1. του γερακιού•-ье крыло φτερούγα γερακιού.
|| παλ. με τη βοήθεια του γερακιού•-ья охота κυνήγι με γεράκι.
2. γερακάτος, γερακοειδής. -
18 ястреб
-а, πλθ. ястреба κ. ястребы α. το γεράκι.
См. также в других словарях:
γεράκι — Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γ. βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής, ενώ το ράμφος τους είναι κοντό, ισχυρό… … Dictionary of Greek
Γεράκι — Sp Gerãkis Ap Γεράκι/Geraki L P Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
γεράκι — το είδος αρπαχτικού πουλιού, ο ιέρακας: Το γεράκι άρπαξε ένα λαγό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Γιαννάκου, Μαριέττα — (Γεράκι Λακωνίας 1951 –). Πολιτικός. Απόφοιτος της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδικότητα νευρολόγου ψυχολόγου, το 1974 υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της ΟΝΝΕΔ. Το 1979 εξελέγη για πρώτη φορά σε όργανο της Νέας Δημοκρατίας, ως… … Dictionary of Greek
Πουλίτσας, Παναγιώτης — (Γεράκι [Λακεδαίμονας] 1881 – Αθήνα 1968). Έλληνας νομικός. Διδάκτωρ της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1901, συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Μόναχο και στο Βερολίνο (1911 14). Πάρεδρος πρωτοδικών το 1907, ακολούθησε ταχύτατη εξέλιξη… … Dictionary of Greek
ιερακίδες — Οικογένεια πτηνών της τάξης των ιερακομόρφων. Περιλαμβάνει τα περισσότερα από τα αρπακτικά ημερόβια πτηνά (αετός, ιέραξ, κίρκος, κιρκαετός, τριάρχης κ.ά.). Οι ι. έχουν αρκετά αγκιστρωτό ράμφος και, όπως συμβαίνει στα νυκτόβια κυρίως αρπακτικά, τα … Dictionary of Greek
κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… … Dictionary of Greek
ГЕРАКИ — [Ераки; греч. Γεράκι], г. на Пелопоннесе (на месте античного г. Геронтры), к юго востоку от Спарты, в к ром сосредоточено значительное число визант. памятников; название происходит от знатного визант. рода Иераков. В нач. XIII в., во время… … Православная энциклопедия
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… … Dictionary of Greek
κίρκος — (Circus). Γένος πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, της τάξης των ιερακομόρφων, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 15 είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, της Αφρικής, της Αμερικής και της Ασίας. Τον χειμώνα τα πτηνά αυτά μεταναστεύουν σε θερμότερες περιοχές … Dictionary of Greek