Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

το γεράκι

См. также в других словарях:

  • γεράκι — Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γ. βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής, ενώ το ράμφος τους είναι κοντό, ισχυρό… …   Dictionary of Greek

  • Γεράκι — Sp Gerãkis Ap Γεράκι/Geraki L P Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • γεράκι — το είδος αρπαχτικού πουλιού, ο ιέρακας: Το γεράκι άρπαξε ένα λαγό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γιαννάκου, Μαριέττα — (Γεράκι Λακωνίας 1951 –). Πολιτικός. Απόφοιτος της ιατρικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδικότητα νευρολόγου ψυχολόγου, το 1974 υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της ΟΝΝΕΔ. Το 1979 εξελέγη για πρώτη φορά σε όργανο της Νέας Δημοκρατίας, ως… …   Dictionary of Greek

  • Πουλίτσας, Παναγιώτης — (Γεράκι [Λακεδαίμονας] 1881 – Αθήνα 1968). Έλληνας νομικός. Διδάκτωρ της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1901, συμπλήρωσε τις σπουδές του στο Μόναχο και στο Βερολίνο (1911 14). Πάρεδρος πρωτοδικών το 1907, ακολούθησε ταχύτατη εξέλιξη… …   Dictionary of Greek

  • ιερακίδες — Οικογένεια πτηνών της τάξης των ιερακομόρφων. Περιλαμβάνει τα περισσότερα από τα αρπακτικά ημερόβια πτηνά (αετός, ιέραξ, κίρκος, κιρκαετός, τριάρχης κ.ά.). Οι ι. έχουν αρκετά αγκιστρωτό ράμφος και, όπως συμβαίνει στα νυκτόβια κυρίως αρπακτικά, τα …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • ГЕРАКИ — [Ераки; греч. Γεράκι], г. на Пелопоннесе (на месте античного г. Геронтры), к юго востоку от Спарты, в к ром сосредоточено значительное число визант. памятников; название происходит от знатного визант. рода Иераков. В нач. XIII в., во время… …   Православная энциклопедия

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • κίρκος — (Circus). Γένος πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, της τάξης των ιερακομόρφων, το οποίο περιλαμβάνει περίπου 15 είδη, ιθαγενή της Ευρώπης, της Αφρικής, της Αμερικής και της Ασίας. Τον χειμώνα τα πτηνά αυτά μεταναστεύουν σε θερμότερες περιοχές …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»